- πεφροντισμένως
- Αεπίρρ.1. με φροντίδα, με σύνεση2. φρ. «πεφροντισμένως ἔχω» — δείχνω μεγάλη φροντίδα για κάτι, εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφροντισμένος τού φροντίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεφροντισμένως — φροντίζω consider perf part mp masc acc pl (doric) πεφροντισμένως carefully indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)